- εξανασταίνω
- (Μ ἐξανασταίνω)1. ανασταίνω2. μτφ. ανορθώνω κάτι, τό κάνω να ορθοποδήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek